- πολυσώματος
- -ον, Α1. αυτός που έχει μεγάλο σώμα, μεγαλόσωμος, δυνατός, μυώδης («οἱ δ' οὖν Αἰγύπτιοι μυθολογοῦσι κατὰ τὴν Ἴσιδος ἡλικίαν γεγονέναι τινὰς πολυσωμάτους», Διόδ.)2. (για τη φωτιά) αυτός που απαρτίζεται από πολλά σωματίδια.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -σώματος (< σώμα, -ατος), πρβλ. απαλο-σώματος].
Dictionary of Greek. 2013.