πολυσώματος

πολυσώματος
-ον, Α
1. αυτός που έχει μεγάλο σώμα, μεγαλόσωμος, δυνατός, μυώδης («οἱ δ' οὖν Αἰγύπτιοι μυθολογοῦσι κατὰ τὴν Ἴσιδος ἡλικίαν γεγονέναι τινὰς πολυσωμάτους», Διόδ.)
2. (για τη φωτιά) αυτός που απαρτίζεται από πολλά σωματίδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -σώματος (< σώμα, -ατος), πρβλ. απαλο-σώματος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πολυσώματος — with many bodies masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυσωματώτερον — πολυσώματος with many bodies masc acc comp sg πολυσώματος with many bodies neut nom/voc/acc comp sg πολυσώματος with many bodies adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυσωματωτέρῳ — πολυσώματος with many bodies masc/neut dat comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυσωμάτους — πολυσώματος with many bodies masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυσωμάτων — πολυσώματος with many bodies masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σώμα — Γενικό όνομα που δίνεται σε μια ποσότητα ύλης. Σώματα επομένως είναι όλα τα αντικείμενα με τις ιδιότητες τους (σχήμα, διαστάσεις, βάρος κλπ.)· ουσία, αντίθετα, είναι η ποιότητα της ύλης από την οποία αποτελούνται τα σ. Για μεγαλύτερη ακριβολογία… …   Dictionary of Greek

  • πολυσωματωτέρωι — πολυσωματωτέρῳ , πολυσώματος with many bodies masc/neut dat comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”